- ξεζουμίζω
- ξεζουμίζω, ξεζούμισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεζουμίζω — 1. βγάζω το ζουμί από κάτι πιέζοντας το, στίβω («ξεζουμίζω το πορτοκάλι») 2. (σχετικά με φαγητό) αλλάζω το νερό, ξενερίζω («ξεζούμισα τα φασόλια») 3. απομυζώ, εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά και σωματικά κατά κόρον 4. (για γυναίκα) εξαντλώ… … Dictionary of Greek
ξεζουμίζω — ξεζούμισα, ξεζουμίστηκα, ξεζουμισμένος 1. βγάζω από κάτι το ζουμί, στύβω: Ξεζουμίζω το λεμόνι. 2. εξαντλώ κάποιον οικονομικά, εκμεταλλεύομαι: Τον ξεζούμισαν οι συγγενείς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαθέλγω — ἐξαθέλγω (Α) [αθελγώ] ξεζουμίζω … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεζούμισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεζουμίζω, στίψιμο, απομύζηση, εξάντληση … Dictionary of Greek
εκθλίβω — έκθλιψα και εξέθλιψα, εκθλίφτηκα, εκθλιμμένος 1. (για καρπούς), στίβω, ξεζουμίζω: Στο ελαιοτριβείο εκθλίβομε ελιές. 2. (γραμμ.), αποβάλλω το τελικό φωνήεν λέξης πριν από το αρχικό φωνήεν της επόμενης λέξης: Εκθλίφτηκε το ε στη φράση «σ αυτόν» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)